περιρρυής

περιρρυής
-ές, Α
αυτός που ρέει κυκλικά, που ρέει ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ρρυής (< θ. ρυη- τού ῥέω, πρβλ. αόρ. β' -ρρύη-ν), πρβλ. κατα-ρρυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιρρυής — falling down all round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”